χύνει

χύνει
лее

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • παραχύτης — ὁ, Α [παραχέω] 1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.) 2. αυτός που υπηρετεί στην… …   Dictionary of Greek

  • χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek

  • αδάκρυτος — και στος, η, ο (Α ἀδάκρυτος, ον) 1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα 2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος 3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος 4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ …   Dictionary of Greek

  • ακριτόδακρυς — ἀκριτόδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα «ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + δακρυς < δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • αναίματος — η, ο (Α ἀναίματος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιματος < αἷμα] …   Dictionary of Greek

  • αναγκόδακρυς — ἀναγκόδακρυς ( υος), υ (Α) αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + δακρυς < δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • αριδάκρυος — ἀριδάκρυος, ον και ἀρίδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει πολλά δάκρυα (για πρόσωπα) ή που συνοδεύεται με πολλά δάκρυα («ἀριδάκρυος γόος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • γλύκα — η 1. η ιδιότητα τού γλυκού, η γλυκιά γεύση 2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή 3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα τού καιρού, τής φωνής, τού καντηλιού») 4. η ανακούφιση («...τ αγέρι τού Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.) 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”